Τρίτη 12 Μαΐου 2015

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΚΟΡΠΑΤΕ ΤΗΝ ΣΥΓΝΩΜΗ....

Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος
Χριστουγεννιάτικη βραδιά στο χωριό. Νύχτα χτύπησαν οι καμπάνες και τώρα στα χαράματα τελειώνει πλειά ή λειτουρ­γία κι οι άνθρωποι του χωριού φορώντας ότι καλλίτερο είχαν είναι στοιβαγμένοι στη μικρή εκκλησούλα κι’ ετοιμάζονται να «κοινωνήσουν».
Είναι ή ώρα του «Κοινωνικού» κι’ όπως συμ­βαίνει πάντα στα χωριά αυτή την ώρα οι καλοί χριστιανοί κοιτάζουν να «συγχωρέσουν» και να «συγχωρεθούνε».
Οι πλειό γέροι προχωρούν στο εικονοστάσι, ασπάζονται πρώτα τις εικό­νες του Χρίστου και της Παναγίας κι’ υστέρα γυρίζουν στο πλήθος κάνουν μια βαθειά υπόκλιση και ζητούν κι’ από τους ανθρώπους τη συχώρεση.
Σιγά – σιγά γενικεύεται αυτό από τους περισσότερους κι’ όλοι προσπαθούνε έστω και την τελευ­ταία στιγμή πριν «μεταλάβουν» να κάμουν κείνο πού λέει ό Κύριος στο σημερινό Ευαγγέλιο : «Εάν συγχωρέσετε τα σφάλ­ματα πού σάς έκαμαν οι άλλοι άνθρωποι, θα συχώρεση και σας τα δικά σας ο Θεός».
Και ίσως αυτή ή ωραία συνήθεια πού κάνουν οι αγαθοί χωρικοί μας είναι λείψανο της ταχτικής πούχαν οι πρώτοι χριστιανοί να εξομολογούνται φανερά και μπροστά στους άλλους τις αμαρτίες των.
Μα ενώ οι πλειότεροι χωρικοί έκαναν έτσι και οι γυναίκες, ένας εξηντάρης περίπου άνδρας με αυστηρό πρόσωπο που δειχνε εμπάθεια και κακία στεκόταν ακίνητος στη θέση του, ή καλύτερα ακουμπούσε βαριά στον τοίχο της εκκλησίας.
Σιγά, σιγά μια πολύ νέα γυναίκα ξέκοψε από τις θέσεις των γυναι­κών, προχώρησε δειλά – δειλά κι’ έσκυψε με πολύ ταπείνωση στα πόδια του σκληροπρόσωπου εκείνου άνθρωπου. «Συχώ­ρεσε με πατέρα» είπε με κλάματα. Μα την ίδια στιγμή, με μάτια οργισμένα, γύρισε το πρόσωπο του άλλου ο «Πατέρας!» εκείνος, κι’ εγώ πού στεκόμουνα δίπλα άκουσα τα σκληρά λόγια του. « Δεν σου συγχωρώ φύγε από μπρος μου βρώμα».
Ή νέα γυναίκα έφυγε αμέσως με κλάματα από την εκκλησία, και το απόγευμα της ίδιας μέρας πνίγηκε σ’ ένα πηγάδι. Ήταν μια κοπέλα πού παρασύρθηκε από κάποιο απατεώνα και «ντρόπιασε» το σπίτι της. Στο χωριό άρχιζαν πλειά να ξεχνούν όλοι το παραστράτημα της, κι’ ή μητέρα της τη δεχό­τανε με την πρώτη στοργή. Ό πατέρας ήταν αγριεμένος ακόμα κι’ ή κοπέλα διάλεξε αυτή τη μεγάλη στιγμή, πού όλοι στο χωριό έδιναν κι’ έπαιρναν συγχώρεση να ζητήσει τη συγγνώμη του, για να ησυχάσει τη συνείδηση της και να ελαφρώσει την ψυχή της. Μ’ αφού της την αρνήθηκαν γονάτισε από το βάρος της αμαρτίας και αφανίστηκε.
Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν συχνά στη ζωή μας κι’ ό Κύριος πούξερε πολύ καλά πόσο κου­ράζει κι’ απελπίζει την ανθρώπινη ψυχή το βάρος της αμαρ­τίας μάς παραγγέλνει να κάνωμε τη μεγάλη αυτή ευεργεσία και να συγχωρούμε εκείνους πού μάς πικραίνουν και μάς στε­νοχωρούν με τα σφάλματα και τα λάθη των, γιατί τότε μόνο θα συγχώρηση κι’ εμάς ο Θεός τα δικά μας σφάλματα. Μα η συγγνώμη του Θεού πού πρααίνει και γλυκαίνει την ψυχή και τη ζωή μας, έρχεται μόνο σε κείνους πού θα κάμουν το μεγάλο άθλο και τη μεγάλη ευεργεσία να ξαλαφρώσουν κι’ αυτοί με τη συγγνώμη πού θα δώσουν, άλλες βαρεμένες κι’ απελπισμένες ψυχές.
Ή ζωή είναι και καλή και κακή κι’ οι άνθρωποι είναι και πονόψυχοι και σκληροί. Και μέσα στις αντιθέσεις αυτές και οι γενναίοι γονατίζουν, και οι ευγενείς γίνονται βάρβαροι- και οι σοφοί κάνουν σφάλματα, οι φίλοι παρεξηγούν και οι εχθροί μαλώνουν. Ό εγωισμός μεγαλώνει και η σεμνή ταπεινοσύνη φεύγει, τα συμφέροντα έρχονται και η φιλία χάνεται, οι δεσμοί λύνουν και οι αγάπες πεθαίνουν. Κι’ αυτό γίνεται σε χώρες, σε πολιτείες, σε χωριά, σε γειτονιές και σε σπίτια. Homo homini lupus est, (ό άνθρωπος διά τον άνθρωπων είναι λύκος). Κι’ ο αγριάνθρωπος αυτός άνθρωπος πολεμά και αμύνεται, πληγώνει και πληγώνεται, κυνηγά τον εχθρό κι’ ο ίδιος φεύγει μακρύτερα, δε λυτρώνει καμιά πατρίδα, δε γλυτώνει καμιά ψυχή, μα όλο ρημάζει τη γη και σκλαβώνει τη ζωή και φυλα­κίζει τις ψυχές στα σκοτεινά κάτεργα του κακού.
Μα σαν κάμωμε κείνο πούπε ο Χριστός να συγχωρέσομε ο ένας τον άλλο θα πάψει αυτή ή κόλαση. Οι άνθρωποι θα έλθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλο, θα κοιταχτούν καλά και θα το δουν πώς είναι αδέλφια, θα σβήσουν οι «βεντέτες» των λαών και των ατόμων και κανείς δεν θα κάνει πλειά το καταραμένο έργο τού Κάιν. Οι ψυχές θα ημερώσουν, τα πρόσωπα θα γλυκάνουν κι’ ό κάθε άνθρωπος θα μοιάζει πώς είναι παιδί τού Θεού. Ό τελευταίος πόλεμος πλήγωσε και σκότωσε τόσα κορμιά, μα πλειότερα πλήγωσε κι’ ορφάνεψε τόσες ψυχές. Κι’ αυτοί πού σκότωσαν ήταν άνθρωποι κι’ αυτοί πού πέθαναν ήταν άνθρω­ποι, παρμένοι με την ίδια πάντα μετριότητα κι’ αναλογία. Μπορούμε βέβαια μοιράζοντας μ’ ακρίβεια τις ευθύνες να πούμε πώς τούτος ή εκείνος φταίει περισσότερο. Μα αυτό δε σώζει. Ο κόσμος θα σωθεί με τη συγγνώμη και την αγάπη, την κατανόηση και την αδελφοσύνη. Μια βαθειά και μεγάλη συγγνώμη πρέπει να γίνει σήμερα ο «διεθνής» ύμνος των λαών μια βαθειά μεγάλη συγγνώμη πρέπει να ένωση σήμερα τα χω­ρισμένα συμφέροντα και χωρισμένες αντιλήψεις στην Ελλάδα μας, μια βαθειά και μεγάλη συγγνώμη μόνο μπορεί να μικρύνει το μεγάλο έγκλημα του πολέμου των καιρών μας. Άνθρωποι σκορπάτε τη συγγνώμη…
ΠΗΓΗ